- εκατοστάρης
- οθηλ. -άρα1. αυτός που έχει ηλικία εκατό ετών, ο εκατόχρονος.2. αθλητής δρόμου 100 μέτρων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.